- πισσοειδής
- -ές, ΝΑαυτός που έχει τη χροιά πίσσας, ο όμοιος με την πίσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πισσοειδές — πισσοειδής like pitch masc/fem voc sg πισσοειδής like pitch neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
πικές — ο, Ν βαμβακερό, συνήθως, ύφασμα με ανάγλυφα υφαντικά σχήματα ή σχέδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. (tissus) pique < piquer < λατ. piccus «πισσοειδής»] … Dictionary of Greek
άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… … Dictionary of Greek
πιττοειδοῦς — πισσοειδοῦς , πισσοειδής like pitch masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)